- κνημιοπαχής
- κνημῐοπᾰχής, ές,A thick as one's leg, Ar.Fr.722.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κνημιοπαχής — κνημιοπαχής, ές (Α) αυτός που έχει τα πάχος κνήμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνημιο (< κνήμη) + παχής (< πάχος), πρβλ. γουνο παχής, δορατο παχής] … Dictionary of Greek
κνημιοπαχές — κνημιοπαχής thick as one s leg masc/fem voc sg κνημιοπαχής thick as one s leg neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνημοπαχής — κνημοπαχής, ές (Α) κνημιοπαχής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνήμη + παχής (< πάχος), πρβλ. ακρο παχής, ισο παχής] … Dictionary of Greek